- Πριέπιος
- Πριέπιος (sc. μήν), ὁ, a month in Bithynia, prob. in Hemerolog.Flor.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πριέπιος — και Πριέτειος και Πριέτηος, ὁ, Α ονομασία μήνα στη Βιθυνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίετος ή Πρείετος, θεός στη Βιθυνία. Η λ. Πριέπιος πιθ. από σύγχυση τών τ. Πρίετος και Πρίαπος] … Dictionary of Greek